- βελοθήκη
- ηθήκη για βέλη, φαρέτρα, η οποία συνήθως κρεμιέται με έναν ιμάντα διαγώνια στην πλάτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βελοθήκη — quiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοθήκῃ — βελοθήκη quiver fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοθήκη — η (AM βελοθήκη) θήκη για βέλη, φαρέτρα … Dictionary of Greek
βελοθήκην — βελοθήκη quiver fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοθήκης — βελοθήκη quiver fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοθήκας — βελοθήκᾱς , βελοθήκη quiver fem acc pl βελοθήκᾱς , βελοθήκη quiver fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
χρυσοβελοθήκη — ἡ, Α χρυσή φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βελοθήκη «φαρέτρα»] … Dictionary of Greek
ՊԱՏԿԱՆԴԱՐԱՆ — ( ) NBH 2 0611 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. βελοθήκη (նետադարան կամ փքնադարան), φαρέτρα pharetra. որ եւ ՊԱՏԿԱՆ ԴԱՐԱՆ. (որպէս թէ յարմար դրարան.) սեպհականեալ անուն կապարճից՝ ուր դնին նետք. թիրքէշ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)